- ετεροσκελής
- -ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, -ές)νεοελλ.-μσν.(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσόςνεοελλ.φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός»α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών εξόδωνβ) ο ισολογισμός στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται προς τις δαπάνες (αντί τού ανισοσκελής)αρχ.(για τρίγωνο) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο ανισοσκελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].
Dictionary of Greek. 2013.